- υπέρφορτος
- -η, -ο / ὑπέρφορτος, -ον, ΝΜυπερφορτωμένος, κατάφορτος, παραφορτωμένοςμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπέρφορτονφορτίο υπέρμετρο, βαρύτερο από το κανονικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + φόρτος (πρβλ. αντί-φορτος, κατά-φορτος)].
Dictionary of Greek. 2013.